Στην Ελλάδα
Οι Έλληνες ναυτικοί και έμποροι
έφεραν το αιγυπτιακό αλεύρι στην Ελλάδα, όπου άρχισε και το ψήσιμο του
ψωμιού. Περισσότερο δημοφιλές ήταν το λευκό ψωμί και μεταξύ των πόλεων
υπήρχε πολύ έντονος ανταγωνισμός για το καλύτερο ψωμί. Η Αθήνα
«καμάρωνε» για τον Θεάριο, τον καλύτερο αρτοποιό της, το όνομα του
οποίου βρισκόταν στα γραπτά πολλών συγγραφέων
Αρτοποιεία εμφανίστηκαν κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Ανάμεσα στις πολλές ποιότητες ψωμιού που παρασκευάζονταν στην αρχαία Ελλάδα ήταν ο ζυμίτης, από αλεύρι, νερό και προζύμι, ο άζυμος, από αλεύρι και νερό, ο σιμιγδαλίτης, από λεπτότατο αλεύρι προερχόμενο από καλής ποιότητας σιτάρι κλπ.
Από
αρχαία κείμενα προκύπτει ότι οι Έλληνες προσέφεραν άρτους στους θεούς,
στους οποίους ονόμαζαν θειαγόνους άρτους. Στο ναό της Δήμητρας στην
Ελευσίνα, κατά την εορτή των θεσμοφορίων, προσφερόταν στη θεά μεγάλος
άρτος από τον οποίο η συγκεκριμένη γιορτή ονομαζόταν μεγαλάρτια
Να σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν θαλασσινό αλάτι στο ψωμί για νοστιμιά
Στα χρόνια της κατοχής το ψωμί ήταν λιγοστό....
Το πιο γνωστό είδος του ήταν η μπομπότα...
Η μπομπότα ήταν μια γλυκιά πίτα, την οποία την έτρωγαν κατά την περίοδο της φτώχειας, της Γερμανικής και Ιταλικής κατοχής.
Στον πόλεμο του 1940 στην Ελλάδα επικρατούσε φτώχεια και ο κόσμος δεν είχε τρόφιμα. Ζούσε από ότι του πρόσφερε η γη. Ένα από τα φυτά που καλλιεργούσε ο λαός τότε το καλαμπόκι. Από νωρίς τον Απρίλιο ξεκινούσε η διαδικασία της σποράς. Τότε δεν υπήρχαν τα τρακτέρ και η κάθε οικογένεια είχε από ένα άλογο. Σε αυτό το άλογο έδεναν πίσω το αλέτρι και όργωναν τα χωράφια και το έσπερναν καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το πότιζαν με νερό είτε από το πηγάδι είτε από το ποτάμι.
Το Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στο μύλο με τα άλογα και το έκαναν μπομπότα. Από το μύλο έπαιρναν την μπομπότα σε σακιά και την μετέφεραν στο σπίτι με τα άλογα. Έπειτα η νοικοκυρά έπαιρνε την μπομπότα και την κοσκίναγε μέσα σε μια ξύλινη σκάφη, εκεί ξεχώριζε το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη με το χοντρό αλεύρι όπου το μάζευαν και το έδιναν στα ζώα τους.
Στη συνέχεια στη σκάφη όπου έχε ήδη πέσει το αλεύρι ρίχνανε την ανάλογη ποσότητα ζεστού νερού. Το ανακάτευαν με μια κουτάλα, το ζύμωναν και το βάζανε σε ταψιά. Αφού έχουμε ανάψει ήδη τον φούρνο με τα ξύλα, το έβαζαν με τα ταψιά μέσα στο φούρνο για μισή ώρα και το έψηναν. Έτσι έφτιαχναν τη μπομπότα, γνωστή ως «ψωμί των φτωχών».
Στον πόλεμο του 1940 στην Ελλάδα επικρατούσε φτώχεια και ο κόσμος δεν είχε τρόφιμα. Ζούσε από ότι του πρόσφερε η γη. Ένα από τα φυτά που καλλιεργούσε ο λαός τότε το καλαμπόκι. Από νωρίς τον Απρίλιο ξεκινούσε η διαδικασία της σποράς. Τότε δεν υπήρχαν τα τρακτέρ και η κάθε οικογένεια είχε από ένα άλογο. Σε αυτό το άλογο έδεναν πίσω το αλέτρι και όργωναν τα χωράφια και το έσπερναν καλαμπόκι. Το καλοκαίρι το πότιζαν με νερό είτε από το πηγάδι είτε από το ποτάμι.
Το Σεπτέμβριο το θέριζαν και το πήγαιναν στο μύλο με τα άλογα και το έκαναν μπομπότα. Από το μύλο έπαιρναν την μπομπότα σε σακιά και την μετέφεραν στο σπίτι με τα άλογα. Έπειτα η νοικοκυρά έπαιρνε την μπομπότα και την κοσκίναγε μέσα σε μια ξύλινη σκάφη, εκεί ξεχώριζε το αλεύρι που έπεφτε στη σκάφη με το χοντρό αλεύρι όπου το μάζευαν και το έδιναν στα ζώα τους.
Στη συνέχεια στη σκάφη όπου έχε ήδη πέσει το αλεύρι ρίχνανε την ανάλογη ποσότητα ζεστού νερού. Το ανακάτευαν με μια κουτάλα, το ζύμωναν και το βάζανε σε ταψιά. Αφού έχουμε ανάψει ήδη τον φούρνο με τα ξύλα, το έβαζαν με τα ταψιά μέσα στο φούρνο για μισή ώρα και το έψηναν. Έτσι έφτιαχναν τη μπομπότα, γνωστή ως «ψωμί των φτωχών».